To Άγνωστο

Το στερέωμα είναι μία σκηνή που σκεπάζει τον κόσμο. Εμείς βλέπουμε το εσωτερικό της σκηνής. Τι θα βλέπαμε άραγε αν ήμασταν ξαπλωμένοι στη σκεπή της; Ένας στύλος κρατά σταθερή τη σκηνή του ουρανού και ότι ανοίγεται πέρα από το στερέωμα. Ένας στύλος, ένας κορμός, ένα όρος, μία κλωστή. Δεν είναι τόσο η ύπαρξη αυτού που βρίσκεται κάτω από τη σκηνή, ούτε αυτού που βρίσκεται εκτός της σκηνής, αλλά πως γίνεται το πέρασμα ανάμεσα στο ένα και το άλλο: πως γίνεται και φθαρτές, τετριμμένες ουσίες να ανανεώνονται αιώνια, από κάτι που μπορούμε να υποθέσουμε ανεξάντλητο, και που εναποτίθεται στα πράγματα σαν διαφανή μεμβράνη. 

Τρέχουμε ασταμάτητα μέσα στη σκηνή. Κινούμαστε σε ένα επίπεδο οριζόντιο χωρίς να φτάνουμε ποτέ. Η ευτυχία περιμένει πάντα στην επόμενη γωνία. Μία φωνή μέσα μας τολμά να ψιθυρίσει μία αμφισβήτηση αλλά πετάγεται μεταμφιεσμένος ο μεγάλος στεναγμός, και την αποσιωπά: “Εμένα θα ακούς που σου φωνάζω! Τρέξε λίγο ακόμα και φτάσαμε”. Θέλω να αφήσω αυτό το στεναγμό μα όσο το λέω η φωνή του εντείνεται. Αν μέναμε σταθεροί, υποχωρούσαμε (αντί να προχωρούσαμε) και συνδεόμασταν με αυτό το -πιο κάθετο- επίπεδο, εκεί που συναντιέται η διαφανής μεμβράνη, θα βλέπαμε πως με όλο αυτό το τρέξιμο, ξεχάσαμε πως έχουμε ήδη φτάσει…
 
Λες, φοβάμαι να βρω το στερέωμα. Πώς να ησυχάσω στη ράχη του κόσμου; Θα χάσω τον εαυτό μου και πόσο φοβάμαι το Άγνωστο! Όμως δεν καταλαβαίνεις ότι Εσύ είσαι το Άγνωστο. Ταυτίζεσαι με το μυαλό, για το οποίο αναπόφευκτα όλο αυτό είναι ξένο, αλλά αν απελευθερωθείς από τα όρια σου, το Άγνωστο απλά Είναι.